13.09.2025
Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι αποκαλύψεις για σκάνδαλα στον ορθόδοξο κλήρο. Από οικονομικές ατασθαλίες έως ηθικά και σεξουαλικά παραπτώματα, η δημόσια σφαίρα κατακλύζεται από ειδήσεις που σοκάρουν τους πιστούς και αποδομούν το κύρος της Εκκλησίας. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι τυχαίο· είναι το αποτέλεσμα ενός πλέγματος παραγόντων όπου η θρησκευτική εξουσία, η έλλειψη θεσμικών ελέγχων και τα νομικά κενά συνδυάζονται σε ένα επικίνδυνο μείγμα.
Ο επίσκοπος στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι απλώς ένας διοικητικός ηγέτης. Θεωρείται διάδοχος των Αποστόλων και αυτή η θέση τού απονέμει τεράστιο κύρος, τόσο πνευματικό όσο και κοινωνικό. Όμως όταν η εξουσία αυτή ασκείται χωρίς θεσμικά αντίβαρα, μετατρέπεται εύκολα σε εργαλείο αυθαιρεσίας.
Στην ελληνική πραγματικότητα, η Εκκλησία της Ελλάδος λειτουργεί ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, αλλά με σημαντική αυτονομία. Οι εσωτερικές της υποθέσεις — από την πειθαρχία των κληρικών μέχρι τη διαχείριση της περιουσίας — κρίνονται κατά βάση από την Ιερά Σύνοδο και τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Πρόκειται για έναν μηχανισμό αυτοελέγχου, ο οποίος στερείται ανεξάρτητης εποπτείας και άρα δεν παρέχει τις εγγυήσεις ενός κράτους δικαίου.
Σε κάθε δημόσιο οργανισμό ή φορέα που διαχειρίζεται χρήματα, ακίνητα ή δωρεές, ο έλεγχος είναι δεδομένος: οικονομικές καταστάσεις, λογιστικοί έλεγχοι, ανεξάρτητες αρχές διαφάνειας. Στην Εκκλησία όμως τέτοιες διαδικασίες είναι αναιμικές. Οι μητροπόλεις και τα εκκλησιαστικά ιδρύματα δεν υποχρεούνται να δημοσιεύουν ισολογισμούς με τον τρόπο που απαιτείται από άλλους δημόσιους φορείς.
Παράλληλα, οι καταγγελίες για ανάρμοστη ή εγκληματική συμπεριφορά συχνά εξετάζονται εσωτερικά. Έτσι η Δικαιοσύνη εμπλέκεται μόνο αν υπάρξει δημοσιοποίηση και κοινωνική πίεση. Το αποτέλεσμα είναι η διαχείριση σκανδάλων «κεκλεισμένων των θυρών», με κίνδυνο συγκάλυψης ή παραγραφής.
Η πνευματική αυθεντία λειτουργεί επιπλέον ως ασπίδα ατιμωρησίας. Για τους πιστούς, ο επίσκοπος ενσαρκώνει την πνευματική πατρότητα και η εικόνα αυτή αποτρέπει πολλούς από το να στραφούν νομικά εναντίον του. Η ιεραρχία συχνά προτιμά να προστατεύσει τον θεσμό παρά να εκθέσει τα δικά της στελέχη. Έτσι, η εμπιστοσύνη που θα έπρεπε να αποτελεί την ισχυρότερη άμυνα του ποιμνίου μετατρέπεται σε αδυναμία διαφάνειας.
Η συγκέντρωση εξουσίας χωρίς αντίβαρα οδηγεί αναπόφευκτα σε απώλεια προσανατολισμού. Από την ποιμαντική διακονία, πολλοί επίσκοποι μετατοπίζονται προς την πολιτική ισχύ, επιδιώκοντας σχέσεις με την κρατική εξουσία. Από την πνευματικότητα μετακινούνται προς την οικονομική διαχείριση, όπου η μέριμνα για ακίνητα και έσοδα επισκιάζει την ποιμαντική φροντίδα. Από την ταπείνωση διολισθαίνουν στην προβολή και στα προνόμια.
Η νομική διάσταση του προβλήματος είναι σαφής. Οι κληρικοί, ως πολίτες, υπάγονται στο Ποινικό Δίκαιο και εγκλήματα όπως η κατάχρηση, η απάτη ή η σεξουαλική κακοποίηση διώκονται αυτεπάγγελτα. Ωστόσο οι καταγγελίες σπάνια φτάνουν εγκαίρως στη Δικαιοσύνη, άλλοτε λόγω συγκάλυψης και άλλοτε λόγω παραγραφής.
Τα θύματα έχουν δικαίωμα αστικής προσφυγής για αποζημίωση, αλλά στην Ελλάδα οι σχετικές αγωγές παραμένουν σπάνιες, σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου έχουν επιδικαστεί τεράστια ποσά εις βάρος εκκλησιών.
Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, που λειτουργούν βάσει του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας (Ν. 590/1977) και του Κανονικού Δικαίου, έχουν τη δυνατότητα να καθαιρέσουν έναν κληρικό. Όμως η διαδικασία είναι εσωτερική και όχι πάντα διαφανής. Το σημαντικότερο, δεν υπάρχει εξωτερικός ανεξάρτητος μηχανισμός που να επιβλέπει τη λειτουργία της Εκκλησίας, όπως συμβαίνει με άλλους δημόσιους οργανισμούς.
Η πληθώρα των σκανδάλων αποδεικνύει ότι το πρόβλημα δεν είναι μεμονωμένο αλλά θεσμικό. Αν η Εκκλησία θέλει να ανακτήσει το κύρος της, χρειάζεται μια νέα ισορροπία: υποχρεωτική διαφάνεια στη διαχείριση της περιουσίας, θεσμικό εξωτερικό έλεγχο με συνεργασία ανεξάρτητων αρχών, σαφή διάκριση αρμοδιοτήτων ώστε τα σοβαρά εγκλήματα να περνούν αμέσως στη Δικαιοσύνη χωρίς να «φιλτράρονται» από την Ιερά Σύνοδο, και κατοχύρωση των δικαιωμάτων των θυμάτων ώστε να έχουν ουσιαστική πρόσβαση στη δικαστική προστασία.
Η συσσώρευση σκανδάλων στον ορθόδοξο κλήρο δεν είναι αποτέλεσμα συγκυριακής παρακμής αλλά αντανάκλαση θεσμικής ανεπάρκειας. Η θρησκευτική εξουσία, όταν δεν ελέγχεται, οδηγεί σε απώλεια προσανατολισμού. Οι επίσκοποι που όφειλαν να είναι ποιμένες και πρότυπα ταπείνωσης, συχνά μετατρέπονται σε διαχειριστές ισχύος και προστάτες συμφερόντων.
Η θεραπεία δεν μπορεί να προέλθει από αποσπασματικές παραιτήσεις ή εσωτερικές τιμωρίες, αλλά από μια ουσιαστική θεσμική αναμόρφωση που θα συνδέει την Εκκλησία με την αρχή της διαφάνειας και του κράτους δικαίου. Μόνο τότε η Εκκλησία θα ανακτήσει το χαμένο της κύρος και οι επίσκοποι θα ξαναβρούν τον πνευματικό τους προσανατολισμό.