22.06.2025
Ο φεμινισμός γεννήθηκε από την ανάγκη για αληθινή ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Δεν υπήρξε ποτέ μια απλή ιδεολογία, αλλά ένα πολυσύνθετο κοινωνικό και ηθικό κίνημα που αγωνίστηκε για θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και δικαιοσύνη. Για αιώνες, οι γυναίκες στερούνταν τα πλέον στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, η πρόσβαση στην εκπαίδευση τους ήταν περιορισμένη ή ανύπαρκτη, δεν τους επιτρεπόταν να έχουν δική τους περιουσία ή εισόδημα χωρίς την έγκριση άνδρα συγγενή ή συζύγου, και στερούνταν το αυτονόητο δικαίωμα να αποφασίζουν οι ίδιες για το σώμα τους, τη μητρότητα και τη ζωή τους. Ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας μέσα σε κοινωνίες που θεωρούσαν την υποταγή τους φυσική τάξη των πραγμάτων.
Το πρώτο κύμα επικεντρώθηκε στον πολιτικό αγώνα για δικαιώματα: ψήφος, πρόσβαση στην παιδεία, νομική υπόσταση. Ήταν η εποχή των Σουφραζετών και των πρώτων οργανωμένων κινημάτων στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την Ευρώπη, μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ριζικών κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών. Η βιομηχανική επανάσταση, η άνοδος της αστικής τάξης και η σταδιακή συγκρότηση φιλελεύθερων δημοκρατιών, οι οποίες, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, βασίζονταν στην αρχή της ισότητας όλων των πολιτών ανεξαρτήτως φύλου — αν και στην πράξη η εφαρμογή αυτής της αρχής ήταν επιλεκτική και συχνά ανδροκρατούμενη, δημιούργησαν τις πρώτες ρωγμές στο παραδοσιακό πατριαρχικό καθεστώς, το οποίο, αν και ευνοούσε την αντρική κυριαρχία, ταυτόχρονα επέβαλε ασφυκτικούς ρόλους και στους ίδιους τους άνδρες. Προερχόμενο από τη μοναρχική και θεοκρατική δομή των κοινωνιών, όπου κυριαρχούσαν δόγματα που όριζαν τη γυναίκα ως κατώτερη οντότητα και υποχείριο του άνδρα: από τις αυστηρές καθολικές ερμηνείες περί ʼευθύνης της Εύας για το προπατορικό αμάρτημαʼ, έως την στρεβλή, πατριαρχική ερμηνεία της ορθόδοξης χριστιανικής και της ισλαμικής παράδοσης που καθιστούσε τη σιωπή, την υπακοή και την μη ορατότητα ως ιδανικά της γυναικείας φύσης, αυτό το σύστημα απαιτούσε από τους άνδρες να είναι αδιάκοπα κυρίαρχοι, πάροχοι, σιωπηλοί και πειθαρχημένοι, χωρίς χώρο για ευαλωτότητα, προσωπική αυτονομία ή συναισθηματική έκφραση.
Πρωταγωνίστριες όπως η Emmeline Pankhurst στη Βρετανία, με το κίνημα των Σουφραζετών, και η Elizabeth Cady Stanton και η Susan B. Anthony στις ΗΠΑ, αποτέλεσαν μορφές-σύμβολα. Η Pankhurst φυλακίστηκε επανειλημμένα, ενώ οι ακτιβίστριες έκαναν απεργίες πείνας, παρελάσεις και δημόσιες αντιπαραθέσεις, κλονίζοντας τα θεμέλια της πολιτικής κανονικότητας. Στη Γαλλία, η Οlympe de Gouges είχε ήδη από τον 18ο αιώνα γράψει τη "Διακήρυξη των Δικαιωμάτων της Γυναίκας και της Πολίτισσας", έργο που επανήλθε δυναμικά στον διάλογο του 19ου αιώνα. Στην Ελλάδα, οι πρώτες οργανωμένες φωνές εμφανίζονται λίγο αργότερα, με σημαντική τη δράση της Καλλιρρόης Παρρέν, η οποία εξέδωσε την πρώτη εφημερίδα για γυναίκες ("Εφημερίς των Κυριών") και αγωνίστηκε για το δικαίωμα στην εκπαίδευση και την εργασία.
Οι γυναίκες, εργαζόμενες πλέον σε εργοστάσια και συμμετέχοντας ενεργά στην κοινωνική παραγωγή, απαίτησαν να λογίζονται ως πολίτες πλήρους δικαιώματος. Αυτή η φάση θεμελίωσε το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια και την ύπαρξη ως ισότιμες μονάδες του κοινωνικού συνόλου.
Το δεύτερο κύμα εμβάθυνε στις κοινωνικές και πολιτισμικές διακρίσεις. Έθεσε θέματα όπως:
Ισότητα στην εργασία και τις απολαβές
Αναπαραγωγικά δικαιώματα
Καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας
Δικαίωμα στην αυτοδιάθεση
Ήταν ένα κύμα συστημικής αμφισβήτησης και ριζικών μετασχηματισμών. Επηρεασμένο από τις ευρύτερες κοινωνικές εξεγέρσεις της δεκαετίας του ʼ60 (όπως το φοιτητικό κίνημα του Μάη του ʼ68 στη Γαλλία, τα κινήματα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και ο αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ), ο φεμινισμός αυτής της περιόδου έβαλε στο στόχαστρο τους θεσμούς της εξουσίας και τα πατριαρχικά στερεότυπα που διαιωνίζονταν μέσα από την οικογένεια, την εκπαίδευση, τη θρησκεία και τα μέσα ενημέρωσης.
Προσωπικότητες όπως η Betty Friedan, συγγραφέας του "The Feminine Mystique" (1963), έφεραν στο φως τη "σιωπηλή δυσφορία" των νοικοκυρών της μεταπολεμικής Αμερικής, ενώ η Gloria Steinem, ιδρύτρια του περιοδικού Ms., έγινε η πιο προβεβλημένη φωνή του φεμινιστικού ακτιβισμού. Στην Ιταλία και τη Γερμανία, φεμινίστριες όπως η Carla Lonzi και η Alice Schwarzer ανέδειξαν τη σχέση εξουσίας ανάμεσα στα φύλα. Στην Ελλάδα, τη δεκαετία του ’70, το φεμινιστικό ρεύμα άρχισε να αποκτά ορατότητα μέσα από ομάδες όπως η “Ομάδα Γυναικών Αθήνας”, η οποία συγκροτήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και αποτέλεσε μία από τις πρώτες αυτόνομες φεμινιστικές συλλογικότητες στην Ελλάδα, με δράσεις που περιλάμβαναν εκδόσεις, δημόσιες παρεμβάσεις και στήριξη σε γυναίκες-θύματα βίας, ενώ γυναίκες όπως η Μαρία Δαμανάκη εξέφρασαν δημόσια λόγο για τα δικαιώματα και την κοινωνική απελευθέρωση των γυναικών.
Ο φεμινισμός αυτής της εποχής στήριξε τον πυρήνα του ανθρωπισμού: κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως φύλου, δικαιούται ελευθερία και σεβασμό.
Το τρίτο κύμα (1990–2000) έδωσε φωνή στη διαφορετικότητα των εμπειριών των γυναικών, ενώ το τέταρτο (2010–σήμερα) αξιοποίησε το διαδίκτυο για να εκφράσει φωνές καταπιεσμένων ατόμων και να αναδείξει τη σεξουαλική παρενόχληση, την κακοποίηση και τον κοινωνικό σεξισμό. Μέσα από κινήματα όπως το #MeToo, πολλές αλήθειες βγήκαν στο φως. Όμως, κάπου εκεί ξεκινά και η μετάλλαξη.
Στην επόμενη ενότητα θα αναλύσουμε τον εκφυλισμό του φεμινισμού σε ένα εργαλείο δικαιωματιστικού αυταρχισμού, μια μετάλλαξη που ακυρώνει τις ρίζες του φεμινιστικού αγώνα για ισότητα και σεβασμό. Ο δικαιωματισμός δεν υπερασπίζεται την ελευθερία όλων, αλλά διεκδικεί προνόμια για λίγους στο όνομα των πολλών, εργαλειοποιεί τη θυματοποίηση και παράγει διαρκή διχασμό. Στον λόγο του νεοφεμινισμού, κάθε διαφωνία ερμηνεύεται ως μισογυνισμός, κάθε άνδρας είναι ύποπτος και κάθε γυναίκα που αποκλίνει από το δόγμα απορρίπτεται ως ʼεσωτερικευμένη σεξίστριαʼ. Δεν πρόκειται για συνέχεια του φεμινισμού, αλλά για μια δογματική, επιθετική και πολιτισμικά καταπιεστική ιδεολογία, που θρέφεται από τον διχασμό των φύλων και επιδιώκει να επιβληθεί με ενοχοποίηση αντί για διάλογο. Δεν μάχεται την αδικία — την αναπαράγει, αλλάζοντας απλώς τους ρόλους των θυτών και των θυμάτων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντιστροφής αποτελεί η συστηματική προκατάληψη εις βάρος του πατέρα στα οικογενειακά δικαστήρια. Παρά τη θεσμική πρόοδο και την ψήφιση νόμων για τη συνεπιμέλεια, η δικαστική πρακτική εξακολουθεί να ερμηνεύει τον πατέρα ως «δευτερεύοντα γονέα», στηριζόμενη σε παρωχημένα στερεότυπα. Το φύλο του άνδρα λειτουργεί συχνά ως τεκμήριο μειονεξίας, αγνοώντας τα επιστημονικά δεδομένα που αποδεικνύουν τη σημασία της πατρικής παρουσίας στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Ο νεοφεμινιστικός λόγος όχι μόνο δεν αντιτίθεται σε αυτή τη στρέβλωση, αλλά σε πολλές περιπτώσεις τη συντηρεί, αναπαράγοντας το στερεότυπο της ʼεκ φύσεωςʼ καταλληλότερης μητέρας — ένα στερεότυπο που έχει επανειλημμένα αποδομηθεί από την αναπτυξιακή ψυχολογία και διεθνείς ερευνητικές εκθέσεις. Αν εξετάσουμε το φαινόμενο υπό το πρίσμα του Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ, βλέπουμε ότι πολλές εκφράσεις του νεοφεμινιστικού λόγου συνδέονται με ασυνείδωτες — και συχνά μη επεξεργασμένες — ψυχικές προβολές και αρχετυπικές σκιές: η "μητέρα-παντοκράτειρα" υποκαθιστά τον ισότιμο διάλογο με απόλυτο έλεγχο, ενώ η απώθηση του Animus οδηγεί σε διαστρέβλωση της εσωτερικής ανδρικής αρχής — όχι προς ενσωμάτωση και ισορροπία, αλλά προς αντιπαλότητα. Η σκιά δεν αναγνωρίζεται ούτε εξευγενίζεται, αλλά προβάλλεται στους άνδρες ως εξωτερικό κακό. Έτσι, το εγώ παγιδεύεται σε έναν ναρκισσιστικό καθρέφτη θυματοποίησης και ακαμψίας, αποκόπτεται από την αυθεντική ατομικότητα και λειτουργεί μέσα από έναν φαύλο κύκλο επιβολής, ενοχής και ψευδοηθικής. Οι επιπτώσεις του νεοφεμινιστικού παραδείγματος στην κοινωνική συνοχή είναι δραματικές. Δημιουργείται ένα περιβάλλον καχυποψίας ανάμεσα στα φύλα, όπου η συνύπαρξη αντικαθίσταται από την ιδεολογική άμυνα, ο διάλογος από την καταγγελία και η συνεργασία από τον διπολισμό. Το μεγαλύτερο κόστος, ωστόσο, το πληρώνουν τα παιδιά – οι αυριανοί πολίτες – που μεγαλώνουν σε ένα πλαίσιο σύγκρουσης, αποκλεισμών και ψευδών προτύπων. Χωρίς υγιή αναπαράσταση της πατρικής και μητρικής φιγούρας, χωρίς ισόρροπη επαφή με το αρσενικό και το θηλυκό στοιχείο, οι νέες γενιές διαμορφώνονται μέσα σε ψυχικά και κοινωνικά κενά, φέροντας το τραύμα της διχασμένης οικογένειας ως συλλογικό φορτίο. Η κοινωνία, αντί να προχωρά προς τη σύνθεση και την αλληλοκατανόηση, βυθίζεται σε ένα νέο είδος ιδεολογικής πόλωσης με ψευδοπροοδευτικό προσωπείο.
Αναγνωρίζουμε και σεβόμαστε απολύτως τον ιστορικό φεμινισμό, γιατί διεκδίκησε ισότητα, ελευθερία και αξιοπρέπεια για όλους. Εκεί ακριβώς στηριζόμαστε, για να υπερασπιστούμε την ουσία του και να αποδομήσουμε ό,τι τον προδίδει σήμερα, αναδεικνύοντας τις εσωτερικές λογικές αντιφάσεις του εκφυλισμένου λόγου: Πώς είναι δυνατόν να μιλά κάποιος για ισότητα όταν επιλέγει να βλέπει τον άνδρα ως κατ’ αρχήν θύτη και τη γυναίκα ως αιώνιο θύμα; Πώς μπορεί μια ιδεολογία να δηλώνει υπέρ της χειραφέτησης, όταν αρνείται την ισοτιμία στην ανατροφή παιδιών ή στο δημόσιο λόγο; Πώς συμβιβάζεται η απαίτηση για ίσες ευκαιρίες με την ταυτόχρονη άρνηση ανάληψης ίσων ευθυνών, όπως στη στράτευση, στη δικαστική λογοδοσία ή στη στήριξη του παιδιού μετά από χωρισμό; Πώς μπορεί να δηλώνεται πίστη στην ενδυνάμωση των γυναικών, όταν καλλιεργείται διαρκώς η εικόνα της γυναίκας ως εύθραυστης και θυματοποιημένης, ανίκανης να ανταποκριθεί χωρίς ʼειδική προστασίαʼ; Και πώς νοείται η απαίτηση σεβασμού της γυναικείας φωνής, όταν κάθε αντίλογος ενοχοποιείται ως ʼτοξική αρρενωπότηταʼ; Αυτές οι αντιφάσεις δεν εκφράζουν ισότητα – αλλά μια νέα, επιλεκτική ιεραρχία ρόλων και ερμηνειών. Η αληθινή ισότητα δεν αντέχει σε τέτοιες επιλεκτικές εφαρμογές – και ο αυθεντικός φεμινισμός δεν είχε ποτέ ανάγκη από ιδεολογικά άλλοθι.
Ο νεοφεμινισμός δεν είναι συνέχεια του φεμινισμού ή του φιλελευθερισμού – είναι προϊόν ενός νέου αυταρχικού ψευτοπροοδευτισμού που δανείζεται την ηθική γλώσσα της ισότητας για να επιβάλει ιδεολογικό μονοπώλιο. Ενώ ο αυθεντικός φιλελευθερισμός βασίζεται στην ατομική ευθύνη, την ελευθερία της έκφρασης και τον διάλογο, ο νεοφεμινισμός χρησιμοποιεί την έννοια των "δικαιωμάτων" ως όπλο πολιτικής ενοχής και κοινωνικού εξαναγκασμού. Δεν προέρχεται από τον ανθρωπισμό αλλά από μεταμαρξιστικά ρεύματα σκέψης που βλέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις αποκλειστικά μέσα από τον φακό της σύγκρουσης ισχύος: καταπιεστής – καταπιεσμένος, θύτης – θύμα. Μέσα σε αυτό το σχήμα, η γυναίκα δεν χειραφετείται, εγκλωβίζεται σε έναν νέο ρόλο: όχι ως πρόσωπο με ευθύνη και δύναμη, αλλά ως συμβολική αφορμή ιδεολογικής κυριαρχίας. Στην πραγματικότητα, ο νεοφεμινισμός δεν ζητά ισότητα – ζητά εξουσία με άλλο όνομα.