18.01.2025
Παρά τις δεκαετίες διακηρύξεων για μεταρρυθμίσεις και την καταπολέμηση του φαινομένου, η πραγματικότητα δείχνει ότι το πρόβλημα παραμένει εξαιρετικά ανθεκτικό, επηρεάζοντας τόσο την οικονομία όσο και την κοινωνική συνοχή.
Ένας από τους βασικούς λόγους που η Ελλάδα εξακολουθεί να σημειώνει υψηλά επίπεδα διαφθοράς είναι η διαχρονική αδυναμία των θεσμών.
Η απουσία επαρκούς διαφάνειας στις δημόσιες συμβάσεις, η ανεπαρκής εποπτεία και η αργή λειτουργία της δικαιοσύνης δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου οι παράνομες πρακτικές ανθούν.
Οι πελατειακές σχέσεις και η πολιτική εξάρτηση των δημοσίων υπαλλήλων ενισχύουν ακόμη περισσότερο αυτή την τάση, ενώ η ατιμωρησία όσων εμπλέκονται σε σκάνδαλα λειτουργεί αποτρεπτικά για την καταγγελία των περιπτώσεων διαφθοράς.
Ένα άλλο κρίσιμο στοιχείο που συντελεί στην έξαρση της διαφθοράς είναι η βαθιά ριζωμένη κουλτούρα ανοχής απέναντι στις "μικρές" παρατυπίες.
Οι "εξυπηρετήσεις" και τα "φακελάκια" θεωρούνται συχνά ως αναγκαία κακά, που εξασφαλίζουν ταχύτερη ή καλύτερη πρόσβαση σε υπηρεσίες. Αυτή η συμπεριφορά διαιωνίζεται από την αίσθηση ότι "όλοι το κάνουν" και ότι η συμμόρφωση στους κανόνες δεν είναι ούτε εφικτή ούτε ωφέλιμη.
Η οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας συνέβαλε επίσης στην επιδείνωση του φαινομένου.
Οι περικοπές στους προϋπολογισμούς για την ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη ανασφάλεια, οδήγησαν πολλούς πολίτες και επιχειρήσεις να στραφούν σε ανεπίσημες ή παράνομες πρακτικές για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην ή να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους.
Παράλληλα, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Οι πολίτες συχνά αισθάνονται ότι οι καταγγελίες τους δεν θα έχουν καμία συνέπεια ή, ακόμη χειρότερα, ότι μπορεί να υποστούν αντίποινα για την αποκάλυψη παρατυπιών. Η δυσπιστία αυτή ενισχύεται από τις καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες και τις ελλείψεις σε μηχανισμούς προστασίας μαρτύρων.
Ωστόσο, η διαφθορά δεν αποτελεί μόνο ηθικό ζήτημα ή ζήτημα δικαιοσύνης. Οι οικονομικές της συνέπειες είναι τεράστιες, με τις παράνομες πρακτικές να κοστίζουν δισεκατομμύρια ευρώ σε χαμένα έσοδα και επενδύσεις.
Επιπλέον, υπονομεύει την κοινωνική συνοχή, ενισχύοντας τις ανισότητες και την αίσθηση αδικίας. Όταν οι πολίτες νιώθουν ότι η πρόσβαση σε ευκαιρίες και υπηρεσίες εξαρτάται από το πορτοφόλι ή τις γνωριμίες τους, η κοινωνική εμπιστοσύνη διαβρώνεται, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο ανασφάλειας και δυσπιστίας.
Η καταπολέμηση της διαφθοράς στην Ελλάδα απαιτεί πολυεπίπεδη προσέγγιση. Χρειάζονται ριζικές αλλαγές στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, ενίσχυση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και δημιουργία ισχυρών μηχανισμών ελέγχου.
Παράλληλα, η ευαισθητοποίηση των πολιτών και η προώθηση μιας κουλτούρας διαφάνειας και λογοδοσίας είναι εξίσου σημαντικές.
Το κλειδί για την αλλαγή είναι η συλλογική προσπάθεια, με πολίτες, επιχειρήσεις και πολιτικούς να δεσμεύονται στην οικοδόμηση ενός συστήματος που προάγει την ισότητα, την εμπιστοσύνη και την δικαιοσύνη.
Μέχρι να γίνουν ουσιαστικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, η Ελλάδα κινδυνεύει να παραμένει πρωταθλήτρια στη διαφθορά, πληρώνοντας βαρύ τίμημα σε οικονομικό, κοινωνικό και ηθικό επίπεδο.
Ο δρόμος προς την αλλαγή είναι δύσκολος, αλλά αναγκαίος, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο μέλλον για όλους.