2 μέρες πριν
Η ανισορροπία μεταξύ κόστους ζωής και αγοραστικής δύναμης αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Παρά τις προσπάθειες για οικονομική ανάκαμψη, οι μισθοί παραμένουν χαμηλοί, ενώ το κόστος ζωής αυξάνεται συνεχώς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιβαρύνεται η καθημερινότητα των πολιτών, περιορίζοντας την οικονομική τους ευημερία και επηρεάζοντας την ποιότητα ζωής τους.
Οι μισθοί στην Ελλάδα κατατάσσονται από τους χαμηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερος από τον μέσο όρο των χωρών του οργανισμού. Αυτό δημιουργεί μια σοβαρή ανισορροπία, καθώς οι πολίτες δυσκολεύονται να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, ιδιαίτερα σε περιοχές με υψηλό κόστος ζωής, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη.
Η Ελλάδα έχει έναν από τους υψηλότερους συντελεστές φορολόγησης στην Ευρώπη, γεγονός που επιβαρύνει την καθαρή αγοραστική δύναμη των πολιτών. Οι υψηλοί φόροι προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες αυξάνουν το κόστος ζωής, ενώ οι εισοδηματικοί φόροι περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημα.
Παρά το γεγονός ότι τα ενοίκια στην Ελλάδα είναι χαμηλότερα από αυτά άλλων ευρωπαϊκών χωρών, έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Η ανάπτυξη του τουρισμού και η εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων (Airbnb) έχουν αυξήσει τη ζήτηση, οδηγώντας σε άνοδο των τιμών ενοικίασης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την οικονομική επιβάρυνση των νοικοκυριών, ειδικά στις μεγάλες πόλεις.
Οι διεθνείς ενεργειακές κρίσεις και οι αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών έχουν οδηγήσει σε σημαντικές ανατιμήσεις στα βασικά αγαθά. Οι τιμές των τροφίμων, της ενέργειας και των καυσίμων έχουν αυξηθεί, μειώνοντας περαιτέρω την αγοραστική δύναμη των πολιτών.
Η ελληνική οικονομία βασίζεται κυρίως στον τουρισμό και τις υπηρεσίες, ενώ οι παραγωγικοί τομείς, όπως η βιομηχανία και η γεωργία, παραμένουν υποανάπτυκτοι. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα της χώρας και την περιορισμένη δημιουργία θέσεων εργασίας με ικανοποιητικούς μισθούς.
Η γήρανση του πληθυσμού και η μετανάστευση νέων επαγγελματιών στο εξωτερικό (brain drain) αποτελούν σοβαρά προβλήματα για την ελληνική οικονομία. Η μείωση του εργατικού δυναμικού και η αύξηση των συνταξιούχων επιβαρύνουν το κοινωνικό κράτος, ενώ περιορίζουν την οικονομική ανάπτυξη.
Η ελληνική δημόσια διοίκηση χαρακτηρίζεται από γραφειοκρατία και καθυστερήσεις, που εμποδίζουν την υλοποίηση επενδύσεων και την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία, περιορίζοντας τις ευκαιρίες για αύξηση των εισοδημάτων και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.
Η χαμηλή παραγωγικότητα και η εξάρτηση από εισαγόμενα αγαθά αυξάνουν το κόστος ζωής και μειώνουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής αγοράς. Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ανάπτυξή τους, ενώ οι καταναλωτές πληρώνουν υψηλότερες τιμές για προϊόντα και υπηρεσίες.
Οι κοινωνικές παροχές στην Ελλάδα είναι περιορισμένες, γεγονός που αναγκάζει τους πολίτες να δαπανούν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για υπηρεσίες όπως υγεία και παιδεία. Αυτό μειώνει τη δυνατότητα αποταμίευσης και επένδυσης, επηρεάζοντας αρνητικά την οικονομική ευημερία των νοικοκυριών.
Για να αντιμετωπιστεί η ανισορροπία μεταξύ κόστους ζωής και αγοραστικής δύναμης, απαιτούνται συγκεκριμένες πολιτικές και μέτρα, όπως:
Αύξηση του κατώτατου μισθού.
Μείωση της φορολογίας σε βασικά αγαθά.
Ενίσχυση των κοινωνικών παροχών.
Ανάπτυξη των παραγωγικών τομέων.
Προώθηση επενδύσεων και καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.
Δημιουργία κινήτρων για την επιστροφή των νέων από το εξωτερικό.
Η ανισορροπία μεταξύ κόστους ζωής και αγοραστικής δύναμης αποτελεί μια πολυδιάστατη πρόκληση που απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες από την κυβέρνηση, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία. Μόνο μέσω της εφαρμογής ολοκληρωμένων πολιτικών και στρατηγικών μπορεί η Ελλάδα να επιτύχει μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των πολιτών της.