Ένα φαινόμενο που παρατηρείται συχνά τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία είναι η τάση πολιτικών να κάνουν προκλητικές και εμπρηστικές δηλώσεις, ιδίως σε περιόδους πολιτικής αβεβαιότητας ή όταν επιδιώκουν να αυξήσουν τη δημοτικότητά τους.
Οι δηλώσεις αυτές συχνά παρουσιάζονται ως δείγμα "πατριωτισμού", αλλά ο στόχος τους είναι κυρίως η συσπείρωση του εκλογικού σώματος και η δημιουργία εντυπώσεων.
Από τη μια πλευρά, οι πολιτικοί αυτοί προσπαθούν να πείσουν το κοινό ότι είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν τα εθνικά συμφέροντα, ενώ από την άλλη εντείνουν την ένταση μεταξύ των δύο χωρών.
Με αυτόν τον τρόπο, η έννοια του πατριωτισμού καταντά να γίνεται εργαλείο επικοινωνίας και όχι ουσιαστικής πολιτικής στρατηγικής.
Ωστόσο, η ιστορία μας διδάσκει ότι "ο σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει". Αυτοί που υψώνουν τη φωνή τους και υιοθετούν ρητορική επιθετικότητας είναι συνήθως οι πρώτοι που θα υποχωρήσουν σε μια πραγματική κρίση.
Οι πολιτικοί που σήμερα υψώνουν τη σημαία του πατριωτισμού και μιλούν για "σκληρές απαντήσεις" και "ισχυρή στάση" είναι οι ίδιοι που, σε στιγμές πραγματικού κινδύνου, θα είναι πιθανότατα απόντες ή θα σπεύσουν να κρυφτούν πίσω από τη ρητορική τους.
Είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε στους ηγέτες μας ότι η πραγματική πολιτική ηγεσία απαιτεί ψυχραιμία, διπλωματία και νηφαλιότητα, όχι πυροτεχνήματα.
Αντί για φανφαρολογίες και μεγάλα λόγια, χρειάζονται πράξεις που προάγουν τη σταθερότητα, την ειρήνη και τη συνεργασία.
Οι λαοί, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία, γνωρίζουν την πραγματική αξία της ειρήνης. Γιʼ αυτό οι πολίτες οφείλουν να μην επιτρέπουν να χειραγωγούνται από τέτοιες τακτικές, αλλά να απαιτούν από τους ηγέτες τους υπευθυνότητα, σοβαρότητα και ουσιαστικές λύσεις στα προβλήματα.
Ο πατριωτισμός δεν είναι θέαμα, είναι στάση ζωής.